- σκεπαστήρια
- σκεπαστήριοςfitted for coveringneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σκεπαστήριος — ία, ον, ΜΑ 1. κατάλληλος για σκέπασμα, για προφύλαξη, για προστασία (α. «τὰ σκεπαστήρια ὅπλα», Διον. Αλ. β. «ταῑς... δοραῑς τῶν θηρίων σκεπαστηρίοις χρῆσθαι», Διόδ.) 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ σκεπαστήριον α) επενδύτης, πανωφόρι β) ασπίδα για τα μάτια … Dictionary of Greek
σκεπαστήρι(ο) — το, Ν καθετί που σκεπάζει έναν χώρο και ειδικότερα στέγασμα, στέγαστρο ή κάλυμμα που προφυλάσσει από τον ήλιο, τη βροχή ή τη ρύπανση («χάλασαν τα σκεπαστήρια τής σταφίδας»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ουδ. τού επιθ. σκεπαστήριος (< σκεπάζω)] … Dictionary of Greek